ἱέρακ' — ἱέρᾱκα , ἱέραξ hawk masc acc sg ἱέρᾱκι , ἱέραξ hawk masc dat sg ἱέρᾱκε , ἱέραξ hawk masc nom/voc/acc dual ἱ̱έρακα , ἱεράζω serve as priest perf ind act 1st sg ἱ̱έρακε , ἱεράζω serve as priest perf imperat act 2nd sg ἱ̱έρακε , ἱεράζω serve as… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδιλιάς — κροκοδιλιάς, άδος, ἡ (Α) κροκοδίλεον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ιάς (πρβλ. ιερακ ιάς, νησ ιάς)] … Dictionary of Greek
πετρίτης — Άγονο νησί του Σαρωνικού, το νοτιοανατολικότερο των Διαπορίων. Λέγεται και Λιθού, παραφθορά της αρχαίας ονομασίας του (Λιθούσα). Με την ονομασία Π. αναφέρονται και τρία ακρωτήρια, ένα στη Σαλαμίνα, ένα στη Σύρο και ένα στη Γυάρο. * * * ο, ΝΜ 1.… … Dictionary of Greek
πετριτάριος — ὁ, Μ αυτός που κρατάει τον πετρίτη κατά την ώρα τού κυνηγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετρίτης «είδος γερακιού» + κατάλλ. άριος (πρβλ. ιερακ άριος)] … Dictionary of Greek
σπιζίτης — ὁ, Α ονομασία μεγάλου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίζα + κατάλ. ίτης (πρβλ. ιερακ ίτης)] … Dictionary of Greek