Ἱέρακ'

Ἱέρακ'
Ἱέρακα , Ἵεραξ
masc acc sg
Ἱέρακι , Ἵεραξ
masc dat sg
Ἱέρακε , Ἵεραξ
masc nom/voc/acc dual
Ἱέρακα , Ἱέραξ
masc acc sg
Ἱέρακι , Ἱέραξ
masc dat sg
Ἱέρακε , Ἱέραξ
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱέρακ' — ἱέρᾱκα , ἱέραξ hawk masc acc sg ἱέρᾱκι , ἱέραξ hawk masc dat sg ἱέρᾱκε , ἱέραξ hawk masc nom/voc/acc dual ἱ̱έρακα , ἱεράζω serve as priest perf ind act 1st sg ἱ̱έρακε , ἱεράζω serve as priest perf imperat act 2nd sg ἱ̱έρακε , ἱεράζω serve as… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκοδιλιάς — κροκοδιλιάς, άδος, ἡ (Α) κροκοδίλεον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ιάς (πρβλ. ιερακ ιάς, νησ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • πετρίτης — Άγονο νησί του Σαρωνικού, το νοτιοανατολικότερο των Διαπορίων. Λέγεται και Λιθού, παραφθορά της αρχαίας ονομασίας του (Λιθούσα). Με την ονομασία Π. αναφέρονται και τρία ακρωτήρια, ένα στη Σαλαμίνα, ένα στη Σύρο και ένα στη Γυάρο. * * * ο, ΝΜ 1.… …   Dictionary of Greek

  • πετριτάριος — ὁ, Μ αυτός που κρατάει τον πετρίτη κατά την ώρα τού κυνηγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετρίτης «είδος γερακιού» + κατάλλ. άριος (πρβλ. ιερακ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • σπιζίτης — ὁ, Α ονομασία μεγάλου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίζα + κατάλ. ίτης (πρβλ. ιερακ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”